-
1 заслуживать
заслуживать, заслужить αξίζω, είμαι άξιος \заслуживать доверие είμαι άξιος εμπιστοσύνης* * *= заслужитьαξίζω, είμαι άξιοςзаслу́живать дове́рие — είμαι άξιος εμπιστοσύνης
-
2 заслуживать
заслуживатьнесов, заслужить сов ἀξίζω, εἶμαι ἀξιος:\заслуживать доверие εἶμαι ἄξιος ἐμπιστοσύνης.
См. также в других словарях:
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
πιστοτερώ — έω, Μ παρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)] … Dictionary of Greek